- φιλαγέννητος
- φιλ-α-γέννητος, den od. das Ungeborene, Ewige liebend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φιλαγέννητος — ον, Α αυτός που αγαπά το αγέννητο ως ιδιότητα τού θεού, που πιστεύει πως ο θεός είναι αγέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀγέννητος] … Dictionary of Greek
ԱՆԾՆԵԼԱՍԷՐ — ( ) NBH 1 0167 Chronological Sequence: 5c ա. φιλαγέννητος ingeniti amans, vel studiosus Սիրօղ անծնեալ կամ անծին ասել. այն է աղանդն եւնոմեանց, որք զիսկութիւնն Աստուծոյ դնէին ʼի գոլն անծին. որպէս զի Հայր եւեթ Աստուած ասիցի, եւ ոչ Որդին կամ Հոգին.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)